Τετάρτη, Νοεμβρίου 26, 2008

Η θεία μου η Καίτη


Με την δυνατή και βαθιά φωνή της έφερνε πάντα μαζί της την χαρά. Η θεία μου η Καίτη από την Αθήνα - κάθε φορά που ανταμώναμε, μαζί και με τον θείο Στέλιο, ήταν σαν μια γιορτή που συνεχιζόταν για χρόνια. Διάλεξε την μέρα της γιορτής της , σήμερα το πρωί να μας αποχαιρετήσει για πάντα, ομολογώ πως έκλαψα μα ακόμη και αυτή την ώρα την φέρνω στο μυαλό μου με μια περίεργη χαρά.
Τελευταία φορά που την συνάντησα, πάνε σχεδόν δύο χρόνια, εμφανίστηκα στο σπίτι της , στην Άνω Ηλιούπολη κάτω από το τέρμα της Αγίας Μαρίνας, αναπάντεχα μαζί με τον φίλο μου τον Γιάννη. Δεν μας άκουσε που χτυπούσαμε το κουδούνι, ο σκύλος της γαύγιζε και η τηλεόραση έπαιζε δυνατά. Μπήκα από την ανοικτή πίσω πόρτα του κήπου που οδηγούσε στην κουζίνα του ισόγειου σπιτιού της και εμφανίστηκα φάντης μπαστούνι.. Με αγκάλιασε και έσκασε στα γέλια: «Αχ ο Σάκης, αχ ο Σάκης»
Μας φίλεψε πρωί πρωί εκείνης της Κυριακής τζιγεροσαρμάδες «χθεσινούς» και τους συνόδεψε με μια ολόφρεσκη ομελέτα, στις 10 το πρωί!
Έχω συνειδητοποιήσει , εδώ και χρόνια, πως μερικοί κοντινοί μου άνθρωποι έγιναν τα πρότυπά μου και διαμόρφωσαν , σίγουρα, σημαντικά τον χαρακτήρα μου. Ένας από αυτούς ήταν η θεία Καίτη, πάντα χαρούμενη, με διάθεση για πειράγματα (όπως και ο άντρας της ο θείος Στέλιος ), αγαπούσε τα σκυλιά σαν παιδιά της, λάτρευε το καλό φαγητό και το κρασί, φιλόξενη και δυναμική.
Για λόγου της έκανα το πρώτο μεγάλο μου ταξίδι, στην Μύκονο, όταν ήμουν δύο χρονών (το 1967). Περισσότερο θυμάμαι βέβαια την εξιστόρηση των γεγονότων εκείνου του καλοκαιριού – πρέπει να ήταν καλοκαίρι, δεν ταξιδεύει κανείς με μικρό παιδί χειμωνιάτικα στην Μύκονο το ’67!. Μ’έπιασε η μάνα μου να πίνω νερό από το κουπάκι του Μπλακ (όνομα και πράγμα αυτό το σκυλί) και όταν πήγε να με μαλώσει της όρμησε ο σκύλος….
Ακόμη θυμάμαι , με άγχος , μια ζημιά που της είχα κάνει 3-4 χρονών σε μια μου επίσκεψη στο σπίτι της. Είχε μια πολυθρόνα φουσκωτή πορτοκαλιά, μιλάμε για σέβεντις, που της την τρύπησα δοκιμάζοντας να δω τι αποτέλεσμα θα έχει το κάρφωμα μιας καρφίτσας πάνω της και φυσικά φσσσσσσσς….. ξεφούσκωσε μέσα στα χέρια μου και ο πανικός με κυρίευσε. Δεν με μάλωσε καθόλου μα να ομολογήσω πως στο σαλόνι εκείνο που ήταν η πολυθρόνα δεν ξαναμπήκα ποτέ.
Στο σπίτι της έμενα κάθε φορά που κατέβαινα, νεός ακόμη, στην Αθήνα. Για να δώσω εξετάσεις στην Ικάρων, για βόλτα, για δουλειά. Πάντα ήταν εκεί . λες και με περίμενε αν και τις περισσότερες φορές δεν την είχα ειδοποιήσει για το ερχομό μου.
Πάντα είχα στην διάθεσή μου τον καναπέ στο καθημερινό δωμάτιο, στην διάθεσή μου και το πικ απ του Γιώργου και η συλλογή από δίσκους που εγώ δεν είχα ποτέ. Εκεί έμαθα όλες τις μεγάλες μπάντες της Ευρώπης, τον James Last, την πόλκα, την μαζούρκα, τον Ντέμη Ρούσο.
Πολλές φορές μου εξιστορούσε ιστορίες από την Θεσσαλονίκη του ’20 και σπίτι της γιαγιάς μου, της μάνας της, στον Λευκό Πύργο. Και τώρα να ‘μαι εδώ να αντικρίζω τον Λευκό Πύργο μέσα από την γνωστή ομίχλη της Θεσσαλονίκης, μέσα από το Ντορέ, σχεδόν δίπλα από κεί που μικρούλα η θεία μου η Καίτη έκανε τις πρώτες της βόλτες.
Μπορεί και να πέρασε από ‘δω φεύγοντας…..

Δεν υπάρχουν σχόλια: